- σύζυγε
- сотоварищ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
σύζυγε — σύζυξ united masc/fem nom/voc/acc dual σύζυγος yoked together masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)